- τροχαντήρας
- ο / τροχαντήρ, -ήρος, ΝΑανατ. ονομασία δύο υποστρόγγυλων ογκωμάτων τού μηριαίου οστού στο σημείο ένωσης τού αυχένα με το σώμα τού μηρούνεοελλ.1. ζωολ. α) καθεμία από τις αποφύσεις στο ανώτερο άκρο του μηριαίου οστού τών σπονδυλοζώων οι οποίες χρησιμεύουν για την άρθρωση με το λαγώνιο οστόβ) το δεύτερο τμήμα τών ποδιών τών εντόμων και τών αραχνών το οποίο βρίσκεται μεταξύ ισχίου και μηρού2. φρ. α) «μείζων τροχαντήρας»ανατ. ο ογκωδέστερος από τους δύο τροχαντήρες, στον οποίο προσφύονται πολλοί μύες και ο οποίος αποτελεί σημαντικό οδηγό σημείο στις χειρουργικές επεμβάσειςβ) «ελάσσων τροχαντήρας»ανατ. κωνική απόφυση που βρίσκεται στην ένωση τού αυχένα με την έσω επιφάνεια τού οστού και στον οποίο προσφύεται ο λαγονοψοΐτης μυςαρχ.1. (κατά τον Ησύχ.) τμήμα τής πρύμνης πλοίου2. είδος οργάνου βασανισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. -τήρ / -τήρας* μέσω ενός ρ. *τροχαίνω (πρβλ. θερμαν-τήρ[ας]). Τη λ., με την επιστημον. σημ., δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες (πρβλ. αγγλ. trochanter)].
Dictionary of Greek. 2013.